- κορυφοῦται
- κορυφόωbring to a headpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ALTITUDO — titulus Regum honorarius in veteribus Tabulis Regum Franciae, apud Camusatum in Antiquit. Trecensib. Besium in Comit. Pictav. Acherium Spicileg. Tom. XII. etc. cuius locô Graeci ὕψος et κορνφην` usurpant. ita cnim iam Pindarus Olymp. od. α. Τὺ δ᾿ … Hofmann J. Lexicon universale
κυρτός — Όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό ορισμένου είδους σχημάτων, στη συνήθη γεωμετρία (κ. πολύγωνο, κ. πολύεδρο κλπ.) αλλά και γενικότερα στην τοπολογία και στην ανάλυση (κ. χώρος, κ. συνάρτηση κ.ά.). κυρτή ακολουθία. Κάθε ακολουθία… … Dictionary of Greek